- υπωροφια
- ὑπωροφίαὑπ-ωροφίαἥ (sc. χώρα или οἰκία) чердак Diod.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑπωροφία — ὑπωροφίᾱ , ὑπωρόφιος under the roof fem nom/voc/acc dual ὑπωροφίᾱ , ὑπωρόφιος under the roof fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπωροφία — και ὑπωρυφία, ἡ, Α βλ. υπωρόφιος … Dictionary of Greek
ὑπωρόφια — ὑπωρόφιος under the roof neut nom/voc/acc pl ὑπωρόφιος under the roof neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπωροφίας — ὑπωροφίᾱς , ὑπωρόφιος under the roof fem acc pl ὑπωροφίᾱς , ὑπωρόφιος under the roof fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπωροφίαν — ὑπωροφίᾱν , ὑπωρόφιος under the roof fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπωρόφιος — α, ο / ὑπωρόφιος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ύπωροφία και ύπωρυφία Α αυτός που βρίσκεται κάτω από την οροφή, κάτω από την στέγη νεοελλ. φρ. «υπωρόφιο δωμάτιο» σοφίτα αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται μέσα στο σπίτι 2. αυτός που βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο… … Dictionary of Greek
υπόστεγος — η, ο/ ὑπόστεγος, ον, ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από στέγη 2. ο καλυμμένος με στέγη νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το υπόστεγο χώρος στεγασμένος αλλά όχι κλεισμένος ολόγυρα αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. ἡ υπωροφία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στεγος (<… … Dictionary of Greek